- καθησυχαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που συντελεί στην καταπράυνση και γαλήνευση: Οι ειδήσεις που είχαμε από το μέτωπο ήταν καθησυχαστικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθησυχαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»). επίρρ... καθησυχαστικώς και ά με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
ανακουφιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει 2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω] … Dictionary of Greek
ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό καθησυχαστικός, ανακουφιστικός: Παίρνει καταπραϋντικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρήγορος — η, ο αυτός που φέρνει παρηγοριά, παρηγορητικός, καθησυχαστικός: Είναι παρήγορο πως η παγωνιά δε βρήκε όλα τα δέντρα ανθισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)